Το απόγευμα της Τρίτης, 18/6, μέλη της Χρυσής Αυγής πραγματοποίησαν μηχανοκίνητη πορεία στα νότια προάστια, ανακοινωμένη 30 ώρες πριν, με τη συνοδεία μπάτσων της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. οι οποίοι τους περιφρουρούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της κινητοποίησής τους. Τα σχέδιά τους για επίδειξη δύναμης στην περιοχή ακυρώθηκαν παταγωδώς, καθώς αντιφασίστες και αντιφασίστριες που είχαν αντιληφθεί την ύπαρξη των νεοναζιστών κινήθηκαν προς την οδό Γούναρη αποφασισμένοι να τους κόψουν το δρόμο. Μετά τη συμπλοκή που ακολούθησε, οι φασίστες τράπηκαν σε φυγή, ενώ ταυτόχρονα η περιοχή γέμισε με τους γνωστούς προστάτες των φασιστών (ομάδες Δ.Ε.Λ.Τ.Α., Υ.Μ.Ε.Τ και πολλούς ασφαλίτες). Οι δυνάμεις καταστολής για να αιτιολογήσουν την παρέμβασή τους προχώρησαν σε 7 προσαγωγές περαστικών από τη λεωφόρο Ιασωνίδου στο Α.Τ. Ελληνικού, και παρόλο που δεν προέκυψε κάτι νομικά επιλήψιμο σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στη ΓΑΔΑ απ’ όπου και αφέθηκαν κάποιες ώρες αργότερα, ενώ απ’ έξω βρισκόταν σε εξέλιξη συγκέντρωση 250 αλληλέγγυων.
Η εγρήγορση και η αποφασιστικότητα των αντιφασιστών/στριών, αποδείχτηκαν για άλλη μια φορά καίριες και καθοριστικές ως προς την άμεση αντιμετώπιση των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι χρυσαυγίτες επιχειρούν, ανεπιτυχώς, να επιβάλουν την παρουσία τους στους δρόμους και τις πλατείες του Ελληνικού. Ενδεικτικά αναφέρουμε το περιστατικό στις 24 Νοεμβρη του 2012, όταν είχαν αποπειραθεί να μοιράσουν έντυπο υλικό στη γειτονιά των Σουρμένων.Τότε, αν και δεν είχαν ανακοινώσει την εμφάνισή τους, έγιναν και πάλι αντιληπτοί από τον κόσμο που συγκεντρώθηκε σε ελάχιστα λεπτά και τους έδιωξε αμέσως μέχρι την κάτω Γλυφάδα, όπου τους έσωσε διμοιρία των ΜΑΤ και φυγαδεύτηκαν μέσα στην κλούβα τους.
Η παρουσία της Χρυσής Αυγής σε μια γειτονιά, αφενός σε επίπεδο ιδεολογικό-πολιτικό, αφετέρου στο επίπεδο του δρόμου, πέρα από τα μπραβιλίκια και τις προστασίες σε μαγαζιά και λαϊκές, συνεπάγεται ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα σε μετανάστες και αγωνιστές, τραμπουκισμούς σε διαφωνούντες όλων των “αποχρώσεων” και επιθέσεις σε όσους δεν ταυτίζονται εν γένει με τα νοσηρά ιδεολογικά πρότυπα της ” φυλετικής καθαρότητας”. Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από την πραγματικότητα που βιώνουν τόσο οι κάτοικοι του ιστορικού κέντρου (Άγιος Παντελεήμονας, πογκρόμ κατά μεταναστών μετά τη δολοφονία του Καντάρη) όσο και της επαρχίας (όπως τα αιματηρά πογκρόμ στα λιμάνια της Ηγουμενίτσας και της Πάτρας). Οι ευρύτερες γειτονιές των Νοτίων Προαστίων, παρά την σχετικά ασθενή παρουσία των φασιστών (Τ.Ο. Αλίμου) δεν αποτελούν εξαίρεση στον γενικό κανόνα. Ο ξυλοδαρμός μαθητή από τη Βάρη με ρόπαλο , το μαχαιρώματα μεταναστών στην Αργυρούπολη πέρυσι τα Χριστούγεννα, το μαχαίρωμα ενός μαθητή στο Παλαιό Φάληρο τον Γενάρη του 2013 και η επίθεση σε συντρόφους στην λαϊκή του Παγκρατίου την ώρα που μοίραζαν κείμενα από Χρυσαυγίτες είναι μόνο μερικά από τα πιο πρόσφατα περιστατικά.
Η Χρυσή Αυγή δε διαφέρει πολύ στις μεθόδους της από αυτές των Ναζί του Μεσοπολέμου. Καλλιεργώντας ρατσιστικά αντανακλαστικά, προσπαθεί να συνδέσει τα πραγματικά προβλήματα που βιώνει το σύνολο της κοινωνίας με την παραμονή των μεταναστών σε αυτό τον τόπο. Προφανώς αποπροσανατολίζει τον κόσμο και αποκρύπτει εσκεμμένα ότι μοναδικός υπαίτιος για την κρίση είναι η πολιτική που έχουν επιλέξει αυτή τη στιγμή τα διεθνή και ντόπια αφεντικά, μια πολιτική που εκ φύσεως στρέφεται ενάντια στο σύνολο της κοινωνίας, και που στην πράξη οι χρυσαυγίτες την υπερασπίζονται. Παράλληλα, οι εν λόγω πράκτορες έχουν το θράσος να πλασάρονται και ως οι «αντισυστημικοίζορό» του κοινοβουλίου.
Η διασπορά του ρατσισμού είναι μια τακτική που ακολουθούν το κράτος και το κεφάλαιο για να αποπροσανατολίσουν τους εκμεταλλευόμενους και να καταστείλουν τις κοινωνικές αντιστάσεις. Βασίζονται στην κυρίαρχη συνθήκη του κοινωνικού κανιβαλισμού, συνθήκη που πηγάζει από τον ανταγωνισμό σε επίπεδο αγοράς και τη λογική της ιδιώτευσης και αναπαράγεται από τη βαθιά αντικοινωνική ουσία του, και έτσι διαχωρίζουν και απομονώνουν τους καταπιεσμένους. Στρέφουν ένα κομμάτι από αυτούς ενάντια σε ένα άλλο, πιο αδύναμο και πιο απομονωμένο από τα υπόλοιπα, πολλές φορές επινοώντας και διάφορους «εσωτερικούς εχθρούς». Οι φασίστες ιστορικά αναλάμβαναν να κάνουν αυτή τη βρόμικη δουλειά. Σήμερα, ξεκινώντας από τους μετανάστες, ύστερα στρεφόμενοι ενάντια στους αναρχικούς και άλλους αγωνιζόμενους, τέλος σε όλους όσοι «διαφωνούν», το μόνο που θέλουν να πετύχουν είναι τη συστηματική εξόντωση των αντιφρονούντων και τη συσπείρωση ενός μέρους της κοινωνίας γύρω από εθνικιστικά ιδεολογήματα, για την ασφάλεια του καθεστώτος.
Ως εκ τούτου, ο αντιφασιστικός αγώνας δεν περιορίζεται στα στενά όρια μίας σύγκρουσης ανάμεσα σε αναρχικούς και φασίστες, ούτε τίθεται σε ευκαιριακή βάση. Η αναχαίτιση των “ταγμάτων εφόδου” της Χρυσής Αυγής αποτελεί στην ουσία ένα ακόμα ανάχωμα στην κρατική επιβολή. Συνεπώς, βασικό επίδικο για την έκβαση αυτού του αγώνα είναι η ενεργή συμμετοχή και η αλληλέγγυα στάση της τοπικής κοινωνίας στην αντιφασιστική δράση. Η αναμενόμενη στήριξη από την γειτονιά του Ελληνικού, μία προσφυγική γειτονιά που δημιουργήθηκε από Πόντιους μετανάστες και που γνωρίζει από “εθνικές εκκαθαρίσεις”, ήταν καταλυτική στο να κατατροπωθούν οι χρυσαυγίτες στις 18/6 και να εξαναγκαστούν πάλι σε φυγή.
Πάγια μέθοδος των χρυσαυγιτών είναι ο συστηματικός τραμπουκισμός και εκφοβισμός των τοπικών κοινωνιών, ωστε να επιβάλλονται ολοκληρωτικά σε επίπεδο ιδεών και να εξασφαλίζουν ότι θα δρούν ανενόχλητοι. Από τη στιγμή λοιπόν που η βία αποτελεί δομικό στοιχείο τόσο της ιδεολογίας τους όσο και της πρακτικής τους, είναι μονόδρομος η αντιμετώπισή τους όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο του δρόμου.
Επιπλέον, στο βαθμό που το κράτος και το κεφάλαιο αναπαράγουν και επιβάλλουν την κυριαρχία τους με τη βία, όπως με τις επιτάξεις απεργών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τα πογκρόμ της αστυνομίας και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους βασανισμούς και τη διαπόμπευση συλληφθέντων, τις δολοφονίες στα κρατητήρια, μόνη λύση για τους εκμεταλλευόμενους, είναι η κοινωνική αντιβία. Στο επίπεδο που οι φασίστες, ως δεκανίκια του κράτους, αποτελούν σε περιόδους οικονομικής ύφεσης βασικό συστατικό της κρατικής καταστολής, οι αυταπάτες για τη μη-βίαιη αντιμετώπισή τους μπορούν να αποβούν καταστροφικές. Χωρίς να φετιχοποιούμε τη βία και τις συγκρούσεις, θεωρούμε ότι το μόνο που επιτυγχάνει το αόριστο αστικοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της “καταδίκης της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται” είναι να αναπαράγει το μονοπώλιο της βίας από την πλευρά του κράτους και να νομιμοποιεί τη βία των διεθνών και ντόπιων αφεντικών.
Το μήνυμα είναι σαφές: ο ρατσισμός και ο εθνικισμός δεν έχουν θέση στις γειτονιές μας. Δεν θα τους αφήσουμε να αλωνίζουν ανενόχλητοι και να διαχέουν τις μισάνθρωπες λογικές τους.
…ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΑΝ ΕΙΡΗΝΗ